Αιγινήτης

Αιγινήτης
ο
θηλ. -ισσα ο κάτοικος της Αίγινας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αἰγινήτης — an Aeginetan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιγινήτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αρκάδων, γιος του Πόμπου. Ονομάστηκε από τον πατέρα του Α., λόγω της εύνοιας που έδειχνε στους Αιγινήτες εμπόρους που επισκέπτονταν την Αρκαδία. II (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σικυώνιος ζωγράφος. Μνημονεύεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Αιγινήτης, Βασίλειος — (Αθήνα 1875 – 1959). Φυσικός, καθηγητής στην έδρα της θεωρητικής και μαθηματικής φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χρημάτισε (1929 35) κατ’ εκλογή γερουσιαστής ως αντιπρόσωπος των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και το 1952 εξελέγη μέλος της… …   Dictionary of Greek

  • Αιγινήτης, Δημήτριος — (Αθήνα 1862 – 1934). Αστρονόμος και πανεπιστημιακός. Διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου επί 44 χρόνια (1890 1934), καθηγητής της αστρονομίας και της μετεωρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνων επί 38 χρόνια (1896 1934), μέλος της Ακαδημίας Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Αιγινήτης, Διονύσιος — (Αίγινα 1821 1884). Γιατρός και εθνικός ευεργέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Διονύσιος Παναγιώτου Χατζής. Το Α. αποτελούσε προσωνύμιο λόγω της γενέτειράς του. Τη στοιχειώδη και μέση του μαθητεία έκανε, αντίστοιχα, στην Αίγινα, με δάσκαλο τον… …   Dictionary of Greek

  • Αἰγινῆτα — Αἰγινήτης an Aeginetan masc voc sg Αἰγινήτης an Aeginetan masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγινητέων — Αἰγινήτης an Aeginetan masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγινητῶν — Αἰγινήτης an Aeginetan masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγινῆται — Αἰγινήτης an Aeginetan masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγινῆτιν — Αἰγινήτης an Aeginetan masc/fem acc sg Αἰγινῆτις an Aeginetan fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”